μαστιγόπληκτος

μαστιγόπληκτος
μαστιγόπληκτος, ον (Μ)
αυτός ο οποίος έχει μαστιγωθεί, ο μαστιγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”